-
1 куриный
-
2 суп
супм ἡ σούπα:вегетарианский \суп ἡ χορτόσουπα· куриный \суп ἡ κοτόσουπα· мясной \суп ἡ κρεατόσουπα.
См. также в других словарях:
κοτόσουπα — η σούπα που παρασκευάζεται από ζωμό κότας … Dictionary of Greek
κοτόσουπα — η σούπα από κότα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοττόσουπα — η βλ. κοτόσουπα … Dictionary of Greek